LATEST
Οι hackers εκμεταλλεύονται το μη ενημερωμένο λογισμικό

Σύμφωνα με τη μελέτη Cost of Cybercrime της Accenture, το 43% των κυβερνοεπιθέσεων έχουν ως στόχο μικρές επιχειρήσεις και μόνο το 14% από αυτές είναι έτοιμες να αμυνθούν. Πολλοί επιχειρηματίες βασίζονται σε συνδυασμό παλιού και νέου λογισμικού, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτό μπορεί να ανοίξει «παράθυρα» σε σοβαρές παραβιάσεις ασφάλειας. Η ESET εξηγεί ότι ένα μη ενημερωμένο πρόγραμμα δεν είναι απλώς παλιό, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια δεδομένων, ransomware και οικονομική ζημιά για ολόκληρη την εταιρεία. Για να προστατευτείτε, χρειάζεται πρώτα να καταλάβετε πώς ακριβώς οι hackers εκμεταλλεύονται αυτές τις αδυναμίες:
Εκμετάλλευση μη επιδιορθωμένων τρωτών σημείων: Ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους με τους οποίους οι hackers διεισδύουν στα συστήματα είναι η εκμετάλλευση μη επιδιορθωμένων τρωτών σημείων. Η Έκθεση Ερευνών Παραβίασης Δεδομένων της Verizon για το 2024 έδειξε ότι το 14% των παραβιάσεων αφορούσε την εκμετάλλευση των τρωτών σημείων, το οποίο είναι σχεδόν τριπλάσιο του ποσοστού του 2023. Παρόλο που οι προγραμματιστές λογισμικού δημοσιεύουν ενημερώσεις για την επιδιόρθωση σφαλμάτων, τη βελτίωση της λειτουργικότητας και την κάλυψη κενών ασφαλείας, εάν αυτές οι ενημερώσεις δεν εγκατασταθούν εγκαίρως, τα συστήματα των εταιρειών εκτίθενται σε επιτιθέμενους που αναζητούν τέτοια τρωτά σημεία.
Επιθέσεις σε παλαιά συστήματα: Τα παλαιά συστήματα συχνά αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κρίσιμων λειτουργιών σε νοσοκομεία ή στον δημόσιο τομέα. Οι κυβερνοεγκληματίες εκμεταλλεύονται αυτά τα μη ενημερωμένα συστήματα, γνωρίζοντας ότι είναι συνήθως βαθιά ενσωματωμένα στις ροές εργασίας ενός οργανισμού και περιέχουν πολύτιμα δεδομένα. Οι συνέπειες μιας επίθεσης σε παλαιά συστήματα μπορεί να είναι σημαντικές, επηρεάζοντας τα πάντα – από τις λειτουργίες της εφοδιαστικής αλυσίδας έως την εμπιστοσύνη των πελατών.
Εγκατάσταση ransomware μέσω ξεπερασμένου λογισμικού: Το ransomware εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο κερδοφόρα εργαλεία στο οπλοστάσιο των κυβερνοεγκληματιών, και το ξεπερασμένο λογισμικό παρέχει ένα εύκολο σημείο εισόδου. Μόλις εγκατασταθεί, το ransomware κρυπτογραφεί κρίσιμα αρχεία, καθιστώντας τα απρόσιτα έως ότου καταβληθούν λύτρα.
Το phishing κερδίζει έδαφος όταν οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ξεπερασμένες εφαρμογές: Οι εκστρατείες phishing μπορεί να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη διάδοση κακόβουλου λογισμικού, ιδιαίτερα όταν συναντούν μη ενημερωμένα προγράμματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορούν να παρακάμψουν τα φίλτρα ανεπιθύμητης αλληλογραφίας, κάνοντας τα μηνύματα να φαίνονται νόμιμα. Από εκεί και πέρα, οι ανυποψίαστοι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να κάνουν κλικ σε κακόβουλους συνδέσμους ή να κατεβάσουν μολυσμένα συνημμένα, προσφέροντας στους κυβερνοεγκληματίες πρόσβαση στο δίκτυο της επιχείρησης.
Υπονομεύοντας τη συμμόρφωση και τις κανονιστικές απαιτήσεις: Πέρα από τους κινδύνους για την ασφάλεια, το παρωχημένο λογισμικό μπορεί να οδηγήσει και σε μη συμμόρφωση με κανονιστικά πλαίσια όπως το HIPAA, το GDPR ή το CCPA. Οι κανονισμοί αυτοί απαιτούν τη χρήση ενημερωμένου και ασφαλούς λογισμικού για την προστασία των ευαίσθητων δεδομένων. Η μη συμμόρφωση όχι μόνο εκθέτει τις επιχειρήσεις σε αυστηρά πρόστιμα, αλλά βλάπτει τη φήμη τους και διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πελατών.
Η προστασία από τους κινδύνους του ξεπερασμένου λογισμικού δεν είναι μόνο θέμα τεχνολογίας. Χρειάζεται να υπάρχει κουλτούρα ασφάλειας μέσα στον οργανισμό και σωστή ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Η διοίκηση παίζει βασικό ρόλο: Αποφασίζει πού θα διατεθούν πόροι και πώς θα οργανωθεί η συντήρηση και η ασφάλεια των συστημάτων.
Απαραίτητες είναι οι σαφείς πολιτικές, η συνεργασία ανάμεσα στα τμήματα και η συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Την ίδια στιγμή, οι σύγχρονες λύσεις με τεχνητή νοημοσύνη και μηχανική μάθηση ενισχύουν την ασφάλεια, βελτιώνοντας τις πλατφόρμες προστασίας τελικών σημείων και τα εργαλεία παρακολούθησης δικτύου. Αυτές οι τεχνολογίες είναι σε θέση να εντοπίζουν απειλές και να προβλέπουν τρωτά σημεία σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα, η διαχείριση ενημερώσεων κώδικα που βασίζεται στο cloud απλοποιεί τη διαδικασία ενημέρωσης, διασφαλίζοντας συνεπή προστασία τόσο για τις απομακρυσμένες, όσο και για τις επιτόπιες ομάδες.