LATEST
Οι κρυμμένοι κίνδυνοι της αγοράς λογισμικού

Με τη λειτουργία των επιχειρήσεων να βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις ψηφιακές υποδομές, η απόκτηση ασφαλούς και συμβατού λογισμικού γίνεται πιο κρίσιμη από ποτέ. Επομένως, σε περίπτωση που ένας οργανισμός σχεδιάζει να αναβαθμίσει το λογισμικό του, θα πρέπει να εξετάσει με προσοχή αν θα προχωρήσει σε αγορά νέων αδειών ή αν θα εξετάσει την προοπτική απόκτησης δευτερογενούς λογισμικού.
Σύμφωνα με την Forscope, η αντίληψη ότι ένα πιο σύγχρονο λογισμικό είναι αυτόματα και πιο ασφαλές μπορεί να είναι παραπλανητική, καθώς έχουν υπάρξει επανειλημμένες περιπτώσεις απάτης ακόμη και στην αγορά νέου λογισμικού. Υπάρχουν, επίσης, αδίστακτοι απατεώνες που πωλούν απλά κλειδιά, πλασάροντάς τα ως «νέες άδειες χρήσης». Εκμεταλλεύονται δηλαδή την πολυπλοκότητα των μοντέλων αδειοδότησης και, ιδίως, την έλλειψη γνώσης εκ μέρους των πελατών, για το κέρδος. Κάποιος μπορεί ακόμα και να προσποιηθεί ότι πουλά μία νέα άδεια, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρει ένα δευτερογενές προϊόν, για το οποίο ένας έμπειρος αγοραστής μπορεί να απαιτήσει δεδομένα, όπως η αλυσίδα των προηγούμενων ιδιοκτητών.
Το πρόβλημα της αθέμιτης αδειοδότησης – ακόμη και από τον επίσημο συνεργάτη του κατασκευαστή – προκύπτει συχνά σε ολοκληρωμένα περιβάλλοντα διακομιστών ή συστήματα ERP. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προμηθευτές / εφαρμογείς συχνά προτιμούν να προσφέρουν ένα «πακέτο» που ταιριάζει στον προϋπολογισμό του πελάτη με οποιοδήποτε κόστος, παρά να παραδεχτούν ανοιχτά ότι το προϊόν που διαθέτουν είναι πολύ ακριβό ή ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να παρέχουν τόσο σημαντική έκπτωση, ώστε να το καταστήσουν προσιτό.
Μια συνηθισμένη τακτική που ακολουθούν περιλαμβάνει τη σύνδεση πολλών χρηστών μέσω ενός ενιαίου σημείου πρόσβασης στο πλαίσιο μίας μοναδικής άδειας χρήσης. Ενώ τέτοιες λύσεις μπορεί αρχικά να φαίνονται αποτελεσματικές, πολύ συχνά παραβιάζουν τους όρους του προμηθευτή λογισμικού, ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται μοντέλο αδειοδότησης ανά χρήστη. Αυτό θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τη νομική εγκυρότητα της άδειας, αλλά μπορεί επίσης να υποβαθμίσει την αξιοπιστία των δεδομένων του συστήματος και της διαδρομής ελέγχου.
Η αδειοδότηση λογισμικού είναι ένας κλάδος που εμπίπτει σε συγκεκριμένη νομοθεσία και πρέπει να πληρούνται όλες οι απαιτήσεις. Δεν αρκεί δηλαδή να πληρωθεί κάποιος μεσάζοντας, που ισχυρίζεται ότι είναι συνεργάτης του προμηθευτή, αλλά εκείνος πρέπει να παρέχει το πλήρες εύρος των δικαιωμάτων που απαιτούνται για τη νόμιμη χρήση του λογισμικού.
Κατά την αγορά λογισμικού, είτε καινούργιου είτε δευτερογενούς, το οικονομικό κόστος μιας λανθασμένης επιλογής μπορεί να είναι υψηλό, καθώς αγοραστές που αποτυγχάνουν να διαχειριστούν σωστά τη διαδικασία αγοράς, μπορεί να καταλήξουν να πληρώσουν ένα σημαντικό ποσό εκ των προτέρων για κάτι που αποδεικνύεται άχρηστο. Στη συνέχεια, θα πρέπει όχι μόνο να πληρώσουν ξανά για το σωστό λογισμικό, αλλά μπορεί να αντιμετωπίσουν και πρόσθετες κυρώσεις. Οι συνέπειες μπορεί να κυμαίνονται από αποτυχημένους ελέγχους και οικονομικές απώλειες έως την αιφνίδια διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης.
Η δευτερογενής αγορά λογισμικού κρύβει παρόμοιους κινδύνους, αλλά την ίδια στιγμή προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για όσους οργανισμούς επιδιώκουν να μειώσουν τις δαπάνες IT χωρίς να θυσιάσουν την ποιότητα.
Στον ιδιωτικό τομέα, οι αγοραστές έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή των προμηθευτών και μπορούν να τους επιλέξουν με βάση τη φήμη, την αξιοπιστία ή άλλους πιο αντικειμενικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα, τα πιστοποιητικά ISO. Αντίθετα, οι δημόσιοι οργανισμοί, που δεσμεύονται από τους κανονισμούς που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις, έχουν πιο περιορισμένες επιλογές. Ωστόσο, μπορούν και αυτοί να λάβουν υπόψη τους το κατά πόσον ο προμηθευτής διαθέτει ασφάλιση αστικής ευθύνης ή να επαληθεύσουν τη γνησιότητα των αναφορών του προμηθευτή, ερχόμενοι σε επαφή με επιλεγμένους πελάτες.